- -μετρία
- (Α -μετρία)β' συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε -μέτρης ή -μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο-μετρία, πρβλ. γαλλ. actino-metrieγωνιο-μετρία, πρβλ. γαλλ. gonio-metrie) ή μόνο ως προς το β' συνθετικό (θερμιδο-μετρία, πρβλ. γαλλ. calori-metrieεπιπεδο-μετρία, πρβλ. γαλλ. plani-metrie).Σύνθ. σε -μετρία: αμετρία, ασυμμετρία, γεωμετρία, εμμετρία, ισομετρία, στερεομετρίααρχ.γαμετρία, ετερομετρία, ευθυμετρία, ευμετρία, κακομετρία, κωλομετρία, ολιγομετρία, πολυμετρία, σιτομετρία, τριμετρία, υπερμετρία, φιλογεωμετρία, χωρομετρία, ψιλομετρίανεοελλ.αερομετρία, αιματομετρία, ακουομετρία, ακτινομετρία, αλκαλιμετρία, αλκοολομετρία, αλλομετρία, ανθρωπομετρία, ανισομετρία, αξονομετρία, αραιομετρία, αργυρομετρία, αστρομετρία, αυξησιμετρία, βαθυμετρία, βαρομετρία, γεωδαισιμετρία, γλευκομετρία, γραφομετρία, γωνιομετρία, δοσιμετρία, επιπεδομετρία, ηλεκτρομετρία, ηχομετρία, θερμιδομετρία, θωρακομετρία, κρανιομετρία, μικροβιομετρία, μικρομετρία, ογκομετρία, οδομετρία, οινομετρία, οξυμετρία, οπτικομετρία, ορομετρία, οσμομετρία, οστεομετρία, ουρανομετρία, πυρομετρία, ραδιογωνιομετρία, σακχαρομετρία, σεισμομετρία, σκληρομετρία, σταδιομετρία, στιχομετρία, συμμετρία, σφαιρομετρία, σωματομετρία, ταχυμετρία, τηλεμετρία, τριγωνομετρία, υγρομετρία, υδατομετρία, υψιμετρία, υψομετρία, φωτομετρία, φωτοταχυμετρία, χιονομετρία, χρωματομετρία, χρωμομετρία, χωρομετρία, ψυχομετρία, ψυχρομετρία.
Dictionary of Greek. 2013.